ὑπερύθρων

ὑπερύθρων
ὑπέρυθρος
reddish
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρυθρο — Σύνολο μη ορατών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκτείνονται, κατά προσέγγιση, από τη μια πλευρά έως τα μικροκύματα, και από την άλλη έως το ορατό φάσμα από το μέρος του ερυθρού. Το μήκος κύματος λ του υ. περιλαμβάνεται, ως εκ τούτου, μεταξύ 0 …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ακτινόμετρο — Όργανο για την ποιοτική και ποσοτική μέτρηση της φωτεινής ακτινοβολίας, κυρίως όμως των υπέρυθρων ακτίνων. Αποτελείται από μια γυάλινη αερόκενη φιάλη που στο εσωτερικό της έχει στρεπτό κατακόρυφο άξονα εφοδιασμένο με ένα σύστημα μεταλλικών… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροθεραπεία — η η θεραπεία ορισμένων νοσημάτων με τη χρήση ερυθρών ή υπέρυθρων ακτίνων …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσυχνότητα — Περιοχή συχνοτήτων εναλλασσόμενων ρευμάτων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκτείνεται περίπου μεταξύ 10 χιλιοκύκλων (K cs Vs ή kHz) και 100.000 μεγακύκλων (Mc/s ή MHz), δηλαδή από τα μακρά έως τα χιλιοστομετρικά κύματα. Τα εναλλασσόμενα ρεύματα ρ …   Dictionary of Greek

  • υπέρυθρος — η, ο / ὑπέρυθρος, ον, ΝΜΑ ερυθρωπός, κοκκινωπός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπέρυθρο φυσ. η περιοχή τού φάσματος τής υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. φρ. α) «υπέρυθρη ακτινοβολία» ή «υπέρυθρες ακτίνες» φυσ. φωτεινή ακτινοβολία τής οποίας τα μήκη… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό φάσμα — Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”